βωμολόχοι

βωμολόχοι
βωμολόχος
masc/fem nom/voc pl
βωμολόχος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • МАГИЯ —    • Magia, magica ars,          чародейство. M. и религия имеют одну почву; и та и другая прежде всего основываются на той зависимости, в которой находится человек от окружающей его природы, наполненной неосязательными духами. Если человек… …   Реальный словарь классических древностей

  • αυτοκάβδαλος — αὐτοκάβδαλος, ον (Α) 1. αυτός που έγινε πρόχειρα ή απρόσεκτα 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ αὐτοκάβδαλοι βωμολόχοι ηθοποιοί που απαγγέλλουν αυτοσχεδιάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

  • φορτικός — ή, ό / φορτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φόρτος] ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν. γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.) μσν. δυσνόητος, δύσκολος μσν. αρχ. (για νόμους ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”